SIGMUND FREUD – ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ

SIGMUND FREUD – ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ

ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ 

 

Εισηγήτρια: Παναγιώτα Σαμπάλου


 

Το έργο του Sigmund Freud αποτελείται από τρεις θεωρητικές τοποθετήσεις που αντανακλούν την εξέλιξη της σκέψης του. Η αρχική του τοποθέτηση σχετικά με την αιτιολογία των ψυχικών διαταραχών αφορούσε το μοντέλο του τραύματος.

Ο Freud (Breuer & Freud, 1895) ανέπτυξε το μοντέλο αυτό με βάση την κλινική του εμπειρία με τα φαινόμενα της υστερίας, που σήμερα ονομάζονται διαταραχές μετατροπής και αποσυνδετικές διαταραχές. Αφορούν σε απώλεια ή βλάβη μιας κινητικής ή αισθητηριακής λειτουργίας χωρίς την ύπαρξη οργανικής παθολογίας.

Ο Freud πρότεινε ότι αυτά τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα προέρχονται από απωθημένα συναισθήματα σε σχέση με κάποιο τραυματικό γεγονός του παρελθόντος, ειδικά κατά τη διάρκεια της παιδικής ή εφηβικής ηλικίας. Το τραύμα αυτό έχει προκαλέσει συναισθήματα που το άτομο δεν μπόρεσε να εκφράσει ή να επεξεργαστεί, και, συνεπώς, ως μη αποδεκτά, απωθήθηκαν. Εντούτοις, σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο στη ζωή του, τα συναισθήματα πιέζουν για την έκφραση/εκφόρτισή τους και οδηγούν στη δημιουργία συμπτωμάτων.

Ο Freud θεωρούσε ότι τα συμπτώματα έχουν νόημα, το οποίο μπορούσε να γίνει αντιληπτό εφόσον συνδεόταν με την απωθημένη τραυματική εμπειρία. Η αρχική του τεχνική αφορούσε στην εκφόρτιση (abreaction), δηλαδή την επαναφορά του τραυματικού γεγονότος στη συνείδηση του ατόμου και την απελευθέρωση του απωθημένου συναισθήματος (κάθαρση).

Σύμφωνα με τη μεταγενέστερη τοποθέτηση του Freud (1895c, 1900, 1915c) σχετικά με το πρώτο τοπογραφικό μοντέλο, ο ψυχισμός αποτελείται από τρία συστήματα: το ασυνείδητο, το προσυνειδητό και το συνειδητό. Κάθε σύστημα έχει την δική του λειτουργία, τύπο διεργασίας, επενδυτική ενέργεια, καθώς και ιδιαίτερα περιεχόμενα.

Το ασυνείδητο περιέχει τα παράγωγα των ενορμήσεων (ιδιαίτερα τις αναπαραστάσεις), που είναι δυναμικές εσωτερικές διεργασίες.

Η ενόρμηση (Trieb) ορίζεται ως μια έννοια στο όριο μεταξύ του ψυχικού και σωματικού (Freud, 1915a, σ.121-122). Έχει ως αφετηρία μια σωματική διέγερση η οποία μετατρέπεται, συνίσταται σε ώσεις και καθορίζεται από μια πηγή, ένα αντικείμενο και ένα σκοπό.

Οι ενορμήσεις μπορεί να είναι σεξουαλικής ή επιθετικής φύσης. Αποτελούν κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου και η διαστρέβλωση του παίζει βασικό αιτιολογικό ρόλο στην ανάπτυξη της ψυχοπαθολογίας. Βασικός στόχος του ασυνειδήτου είναι η εκπλήρωση επιθυμιών που προέρχονται από τις ενορμήσεις, αρχή που ο Freud ονόμασε αρχή της ευχαρίστησης.

Η λειτουργία του ασυνειδήτου αφορά σε μια πρωτογενή διαδικασία όπου η ενέργεια ρέει ελεύθερα. Το δεύτερο σύστημα, το προσυνειδητό, έχει τη λειτουργία της λογοκρισίας, είναι δηλαδή ένα φίλτρο που μπορεί να παρεμποδίσει την πρόσβαση στο συνειδητό επιτρέποντας την πρόσβαση απαγορευμένων επιθυμιών στη συνείδηση μόνο όταν αυτές έχουν υποστεί μετατροπή, ούτως ώστε να μην είναι ανιχνεύσιμη η ασυνείδητη προέλευση τους.

Τα περιεχόμενα του προσυνειδητού είναι εν δυνάμει συνειδητά, ενώ δηλαδή δεν βρίσκονται στην άμεση συνείδηση του ατόμου, εντούτοις είναι προσβάσιμα. Παραδείγματος χάριν, μνήμες που το άτομο δεν θυμάται κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά μπορεί να ανακαλέσει. Το συνειδητό, το τρίτο σύστημα, είναι το πιο περιφερικό και δέχεται ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο (αντιλήψεις), καθώς και από το σώμα και τον ψυχισμό. Λειτουργεί με βάση τη λογική και σύμφωνα με την αρχή της πραγματικότητας. Διαχειρίζεται δηλαδή την εξωτερική πραγματικότητα, αποφεύγει τον κίνδυνο και διασφαλίζει την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.

Ο Freud εισήγαγε επίσης τη θεωρία της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος καλείται να διαχειριστεί βασικές βιολογικές παρορμήσεις για να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας (Freud, 1905a). Η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη διατρέχει τρία διαδοχικά στάδια. Κάθε στάδιο ορίζεται σύμφωνα με ην εκάστοτε σωματική ζώνη και τα όργανα που βρίσκονται κάθε φορά στο επίκεντρο της ενορμητικής ικανοποίησης.

Το πρώτο στάδιο, στο στοματικό, κατά τον πρώτο χρόνο ζωής, καθορίζεται από την ευχαρίστηση που παίρνει το βρέφος από την τροφή και τις σχετιζόμενες διαδικασίες, παραδείγματος χάριν το πιπίλισμα που αφορά την διέγερση της στοματικής κοιλότητας και των χειλιών.

Στο δεύτερο στάδιο, το πρωκτικό, που λαμβάνει χώρα μεταξύ δεύτερου και τρίτου έτους, η πρωτοκαθεδρία της ευχαρίστησης μεταφέρεται στην περιοχή του πρωκτού και συνδέεται με την αφόδευση. Συμπίπτει με την αναπτυξιακή ικανότητα του βρέφους για έλεγχο των σφιγκτήρων.

Στο τρίτο στάδιο, το φαλλικό, μεταξύ τριών και τεσσάρων ετών, η ευχαρίστηση του παιδιού μεταφέρεται στη ζώνη των γεννητικών οργάνων.

Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα εμφανίζεται σε αυτή τη φάση, όπου το παιδί παρουσιάζει μια ιδιαίτερη συναισθηματική προσκόλληση προς τον γονέα του αντίθετου φύλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ερωτικά συναισθήματα, ενώ ταυτόχρονα εκδηλώνει ανταγωνιστικά συναισθήματα προς τον γονέα του ίδιου φύλου. Συνεπώς, αφορά στην αναγνώριση του τρίτου, δηλαδή στην τριγωνοποιήση.

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, τόσο στην έναρξη όσο και στη λύση του οιδιπόδειου συμπλέγματος.

Η έναρξη διαφέρει στα δύο φύλα. Στο αγόρι εντείνονται τα συναισθήματα του προς το αρχικό αντικείμενο (τη μητέρα). Το κορίτσι, ανακαλύπτοντας την απουσία του πέους, χρεώνει αυτή την έλλειψη στη μητέρα και απογοητευμένη μεταφέρει τα συναισθήματα επιθυμίας στον πατέρα. Μέσω της σχέσης με τον πατέρα, που κατέχει το επιθυμητό αντικείμενο, μπορεί η ίδια να το έχει. Όσον αφορά στη λύση του οιδιπόδειου, το αγόρι, φοβούμενο τον ευνουχισμό από τον πατέρα ως εκδίκηση για τις ερωτικές επιθυμίες του προς τη μητέρα (άγχος ευνουχισμού), εγκαταλείπει το ενδιαφέρον για τη μητέρα και ταυτίζεται μαζί του.

Αντίθετα, το κορίτσι φοβάται την απώλεια της αγάπης της μητέρας και συνεπώς ταυτίζεται μαζί της, ενώ εγκαταλείπει την άμεση επιθυμία για τον πατέρα, την οποία αντικαθιστά με την επιθυμία να κάνει ένα παιδί που σε ασυνείδητο επίπεδο είναι δικό του. Αυτή η ασυνείδητη επιθυμία να κάνει παιδί μαζί του συνιστά την απόκτηση πέους. Το παιδί, ασυνείδητα, ισοδυναμεί με το πέος.

Η λύση του του οιδιπόδειου σηματοδοτεί την είσοδο του παιδιού στη λανθάνουσα περίοδο, όπου οι ενορμητικές ώσεις καταλαγιάζουν μέχρι την άνοιξη της ήβης. Στο τελευταίο στάδιο, το γεννητικό, στο οποίο το παιδί εισέρχεται κατά την εφηβεία, οι διεργασίες των προηγούμενων σταδίων απαρτιώνονται και υπάγονται στην κυριαρχία της γεννητικότητας, δηλαδή μιας ψυχοσεξουαλικής ωρίμανσης.

Σύμφωνα με αυτή την αρχή, υπερβολική ευχαρίστηση ή στέρηση σε κάποια από τα στάδια οδηγεί στην καθήλωση σε αυτό το στάδιο, με αποτέλεσμα στο άτομο να έχει μια ευαλωτότητα σε σχέση με τις ενορμήσεις και τις επιθυμίες του που σχετίζονται με το στάδιο αυτό.

Εάν στη μετέπειτα ζωή του το άτομο συναντήσει καταστάσεις που αφυπνίζουν τα συναισθήματα αυτά, κινητοποιούνται μηχανισμοί παλινδρόμησης, δηλαδή επιστροφής σε προηγούμενο στάδιο καθήλωσης, καθώς και αποτυχία του μηχανισμού της απώθησης που οδηγεί στην εκδήλωση ψυχικής διαταραχής (νεύρωση).

Αυτή η θεωρητική τοποθέτηση αλλάζει την τεχνική της παρέμβασης σε σχέση με την κάθαρση. Στη θέση της αποκάλυψης πρωθύστερων τραυμάτων έρχεται η αναγνώριση και η απαρτίωση μη αποδεκτών επιθυμιών στη συνείδηση του ατόμου.

Η επόμενη θεωρητική τοποθέτηση (δεύτερη τοπική) του Freud (1920,1923) αφορά στο δομικό μοντέλο, δηλαδή στην υπόθεση ότι ο ψυχισμός αποτελείται από τρία συστήματα ή τρεις διαφορετικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από διαφορετικές διεργασίες. Το πρώτο σύστημα, το Εκείνο, αποτελεί τον ενορμητικό πόλο της προσωπικότητας. Τα περιεχόμενα αποτελούν εκφράσεις των ενορμήσεων, είναι ασυνείδητα και ένα μέρος έχουν κληρονομηθεί και είναι εγγενή, ενώ κατά ένα άλλο μέρος είναι επίκτητα και απωθημένα.

Το δεύτερο σύστημα, το Εγώ, που είναι σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητο, είναι υπεύθυνο για τη γενική προσαρμογή του ατόμου. Μερικές φορές διευκολύνει την ικανοποίηση των επιθυμιών του Εκείνο ή ρυθμίζει τις ενορμήσεις μεσολαβώντας μεταξύ αυτών και των απαιτήσεων της πραγματικότητας.

Επιφέρει συμβιβαστικούς σχηματισμούς με τη μορφή συμπτωμάτων, φαντασιώσεων, ονείρων. Άλλες φορές το Εγώ μπορεί να εναντιώνεται στις επιθυμίες του Εκείνο, όταν είναι επικίνδυνες ή μη αποδεκτές στο Υπερεγώ, το τρίτο σύστημα μοντέλου. Αυτές οι προσαρμοστικές λειτουργίες του Εγώ επιτελούνται με τη διακίνηση των μηχανισμών άμυνας, μιας ομάδας ψυχικών λειτουργιών που στοχεύουν στη μείωση ή την εξάλειψη οποιασδήποτε αλλαγής που απειλεί την ακεραιότητα και τη σταθερότητα του ψυχισμού.

Στόχος είναι να προστατεύουν το άτομο από κινδύνους, όπως απώλεια αντικειμένου, απώλεια της αγάπης του αντικειμένου, ευνουχισμό, αποδοκιμασία του Υπερεγώ και των επακόλουθων επώδυνων συναισθημάτων για (παράδειγμα, άγχους ή ενοχής). Αποτελούν μέρος της φυσιολογικής λειτουργίας του ψυχισμού και είναι ως επί το πλείστον ασυνείδητοι.

Το τρίτο σύστημα, το Υπερεγώ, που επίσης είναι σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητο, αποτελεί τη συνείδηση του ατόμου, δηλαδή ιδεώδη και αξίες, απαγορεύσεις και εντολές, και λειτουργεί ως λογοκριτής του Εγώ. Είναι ο κληρονόμος του οιδιπόδειου συμπλέγματος και συγκροτείται από την εσωτερίκευση των γονεϊκών απαγορεύσεων και ιδεωδών.

Σύμφωνα με το δομικό μοντέλο, η ψυχοπαθολογία είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων ανάμεσα στα τρία διαφορετικά συστήματα. Τα περισσότερα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα προέρχονται από μη αποδεκτές ενορμήσεις που απειλούν το Εγώ και τις άμυνες του. Αποτελούν συμβιβαστική λύση μεταξύ της επιθυμίας και της απαγόρευσης της που εκφράζεται με μεταμφιεσμένο τρόπο.

Ως εκ τούτου, κάθε σύμπτωμα έχει συγκεκριμένο νόημα, το οποίο λόγω της μεταμφίεσης μπορεί να μην είναι άμεσα κατανοητό. Έχει επίσης ένα πρωτογενές και ένα δευτερογενές όφελος. Το πρωτογενές όφελος είναι η ικανοποίηση από τη μερική έκφραση της επιθυμίας, ενώ το δευτερογενές όφελος έχει να κάνει με οφέλη που προέρχονται από το σύνολο της παθολογίας, παραδείγματος χάριν, ένας νεαρός με κατάθλιψη μπορεί να αποφύγει την στρατιωτική θητεία.

 

Βιβλιογραφία

Fonagy, P. & Target, M. (2003). Psychoanalytic theories: Perspectives from developmental psychopathology. New York: Brunner-Routledge.

Breuer, J. & Freud, S. (1895). Studies in hysteria. London: Hogarth Press.

Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα. Εκδόσεις: Τόπος – Πανεπιστημιακό σύγγραμμά